στραβωμένος

στραβωμένος
η , ο искривлённый, перекошенный, кособокий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "στραβωμένος" в других словарях:

  • στραβώνομαι — στραβώνομαι, στραβώθηκα, στραβωμένος βλ. πίν. 4 Σημειώσεις: στραβώνομαι : στην παθητική φωνή το ρ. έχει τις ειδικές σημασίες → δε βλέπω καλά ή καθόλου / κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου. Η έννοια του στραβού (όχι ίσιου) περιέχεται μόνο στην… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στραβώνω — στράβωσα, στραβώθηκα, στραβωμένος 1. κάνω κάτι στραβό ή γίνομαι στραβός: Στράβωσες τη γραμμή. – Στράβωσαν τα ξύλα από την υγρασία. 2. τυφλώνω: Με στράβωσε ο καπνός. 3. το παθ., στραβώνομαι κάνω λάθος αδικαιολόγητα: Στραβώθηκα εκείνη την ώρα και… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»